-
1 κεραμόω
κεραμόω, mit Ziegeln decken; οἰκία κεραμουμένη Arist. phys. 7, 3; Sp., τὸ κεραμωτόν od. ἡ κεραμωτὴ στέγη, Ziegeldach, Pol. 28, 12, 3; Strab. XI, 499. – Auch von der testudo, Sp.
-
2 κεραμόω
κεραμόω, mit Ziegeln decken; τὸ κεραμωτόν od. ἡ κεραμωτὴ στέγη, Ziegeldach
См. также в других словарях:
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
κεραμωτός — ή, ό ο στρωμένος με κεραμίδια: Η στέγη είναι κεραμωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)